- ἀμαύρωσε
- ἀ̱μαύρωσε , ἀμαυρόωmake dimaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀμαυρόωmake dimaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαυρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ελαττώνω τη λάμψη κάποιου (προσώπου ή πράγματος), θαμπώνω: Η αρχική αυτή λάμψη του ορυκτού αμαυρωνόταν λίγο λίγο. 2. ταπεινώνω, μειώνω την αξία κάποιου: Με τις πράξεις του αυτές αμαύρωσε το όνομα της οικογένειάς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)